BLADE RUNNER (1982)

 

Το 1982 κυκλοφόρησε στις κινηματογραφικές αίθουσες μια ταινία που περιέγραφε τον φανταστικό κόσμο του παρόντος μας. Από τα ελάχιστα φιλμ που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως “a work in progress”, αφού την επίσημη κυκλοφορία του ακολούθησαν τουλάχιστον τέσσερεις ακόμα βερσιόν μέχρι το “The final cut” του 2007, το Blade Runner είναι μια ταινία σταθμός για την ιστορία του κινηματογράφου όχι μόνο γιατί συνέβαλε αποφασιστικά στο να υπάρξει ένα νέο υπο-είδος στο κινηματογραφικό sci-fi, το λεγόμενο cyber-punk, αλλά γιατί αποτέλεσε επίσης το φιλμικό όχημα για να φτάσει στα αυτιά μας ένα από τα πιο σημαντικά ηλεκτρονικά soundtracks στην ιστορία του σινεμά. Ακόμα και η μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως “a work in progress” με την έννοια ότι το soundtrack δεν φτάνει στα χέρια μας σε cd παρά μόνο τον Ιούνη του 1994, δώδεκα χρόνια μετά την πρώτη προβολή της ταινίας στις αίθουσες. Μέχρι τότε έχουμε αποσπασματικά μέρη της μουσικής που έχουν διαρρεύσει από το στούντιο σε μέτρια ποιότητα ήχου και bootlegs.

 

Η ιδέα του Ridley Scott για το Blade Runner, το σενάριο του οποίου βασίστηκε στο βιβλίο του Philip K. Dick “Do androids dream of electric sheep?” (1968), βρίσκει τον Βαγγέλη με το Όσκαρ για τη μουσική στο Chariots of Fire (1981) του H. Hudson ήδη στην κατοχή του και το κοινό παγκόσμια να μιλάει για την τόσο ιδιαίτερη μουσική του Έλληνα συνθέτη. Το βασικό θέμα στο Chariots of Fire έρχεται να συνδέσει, να ενοποιήσει τη δράση, επανέρχεται τακτικά ως leitmotiv υπογραμμίζοντας κομβικά σημεία του φιλμ και ο κόσμος συχνά “βγαίνει από τις αίθουσες σφυρίζοντας τη μελωδία” όπως εύστοχα σημειώνει o Andrew Stiller (The music in Blade Runner).

 

Τώρα ο συνθέτης που έγινε παγκόσμια (ακόμη πιο) γνωστός με τη μουσική στο ιστορικό δράμα Chariots of Fire, καλείται να γράψει μουσική για ένα sci-fi / film noir. Ο τρόπος που ο Βαγγέλης αντιμετώπισε το υλικό του εύκολα αποτελεί θέμα μεταπτυχιακής εργασίας και ξεπερνάει τα όρια αυτού του άρθρου κ ίσως και το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Υπάρχουν όμως κάποια σημεία στα οποία αξίζει κατά τη γνώμη μου να σταθεί κανείς.

 

Η μουσική του Βαγγέλη καταφέρνει να συνυπάρξει με τον διάλογο συγχρονικά, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο και σπάνιο στο σινεμά. Από τα πρώτα μαθήματα που παίρνει ένας φέρελπις συνθέτης που γράφει μουσική για ταινίες είναι “όχι θέματα πάνω στους διαλόγους”. Το soundtrack καταργεί υποδειγματικά αυτή την “απαγόρευση” εντάσσοντας το Blade Runner στις ταινίες που αποτελούν παραδείγματα εξαίρεσης στον κανόνα.

 

Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο σχετικά με τη μουσική του Blade Runner είναι πως δεν παρουσιάζει μια υπερφιλμική θεματική σύνδεση. Δεν έχουμε ένα μουσικό θέμα που επανέρχεται στις κορυφώσεις με παραλλαγές / επαναλήψεις που ενοποιούν τη δράση, ή που υπογραμμίζουν νοηματικές σχέσεις αιτίας-αποτελέσματος. Αντ’ αυτού, έχουμε μια γραμμική παρουσίαση μουσικών θεμάτων που καταφέρνει ωστόσο να συνδεθεί αισθητικά με το φιλμ εισχωρώντας στο τοπίο, στον περιβάλλοντα χώρο. Όπως αναφέρει ο M. Schion (La musique au cinéma) ο Βαγγέλης χρησιμοποιεί μια ενορχήστρωση θορύβων, ήχων μέσα στο χώρο, μια μουσική που ντύνει με τέτοιο τρόπο το περιβάλλον που γίνεται αδύνατο για τον θεατή να το αντιληφθεί χωρίς αυτή… και έτσι με τον Ben Burtt (Star Wars, Indiana Jones, Invasion of the body snatchers) και με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου το electronic sound design μπαίνει δυναμικά ως θέμα συζήτησης στην τέχνη του σινεμά.

 

Την ίδια στιγμή πρέπει να λάβουμε υπόψιν ότι ο Έλληνας συνθέτης δουλεύει τα ηλεκτρονικά μέσα έχοντας σε μεγάλη εκτίμηση τις δυνατότητες της ορχήστρας. Ο ίδιος μάλιστα συνηθίζει να λέει πως η ορχήστρα ήταν το πρώτο συνθεσάιζερ με την έννοια ότι οι συνδυασμοί των οργάνων δημιουργούν νέους ήχους όπως παρομοίως λειτουργούν οι συνδυασμοί φίλτρων, ενισχυτών και oscillators. Η μουσική του Blade Runner είναι λοιπόν μεταξύ άλλων κι ένας συνδυασμός του ηλεκτρονικού ηχοτοπίου (γνώριμου στο σινεμά από τη δεκαετία του 1950) και των επικών ορχηστρικών θεμάτων μέσα από το προσωπικό αισθητικό φίλτρο του συνθέτη.

 

Ο Βαγγέλης χρησιμοποιεί τη θεματική που του δίνεται για να πει διακριτικά μια ιστορία μέσα στην ιστορία ή να ξαναπεί την ιστορία του Scott με τον δικό του τρόπο. Η πυκνοκατοικημένη μεγαλούπολη, το δυστοπικό L.A. του φανταστικού 2019 συγκεντρώνει ανθρώπους από κάθε γωνιά του πλανήτη, προτείνοντας ένα μείγμα του οποίου η ανθρωπογεωγραφία είναι εντελώς απροσδιόριστη. Στη χαρακτηριστική σκηνή του noodle bar, ο Deckard μιλάει στα αγγλικά στον καντινιέρη, ο οποίος του απαντάει στα γιαπωνέζικα. O Gaff μιλάει cityspeak, μια μίξη διαφόρων ευρωπαϊκών γλωσσών και ιαπωνικών. (Βλέπε το άρθρο Language Matters - http://www.brmovie.com/FAQs/BR_FAQ_Language.htm). Όλα τα παραπάνω είναι στοιχεία που παρουσιάζονται μέσα σε μια ταξική αρχιτεκτονική όπου αφήνει στην επιφάνεια του εδάφους τα πιο φτωχά κι εξαθλιωμένα κοινωνικά στρώματα κι αναπτύσσεται κατακόρυφα για να “αποκαθαρθεί” φυλετικά και κοινωνικά με τους λευκούς αγγλόφωνους του Tyrell Corporation στα ύψη της γιγαντιαίας πυραμιδωτής κατασκευής όπου στεγάζεται η εταιρεία (D.Desser, Race, Space and Class: The Politics of the SF Film from Metropolis to Blade Runner).

 

Στο μέρος του soundtrack που θα ονομαστεί με την κυκλοφορία του CD “Tales of the Future” ο Βαγγέλης αναθέτει στον καλό του φίλο και συνεργάτη από την εποχή των Aphrodite’s Child Ντέμη Ρούσσο (1946-2015) να τραγουδήσει. Το αποτέλεσμα είναι μια μίξη αραβικών (ο Ντέμης Ρούσσος γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου μέχρι τα δέκα του χρόνια) και κατασκευασμένων λέξεων. H μελωδική φόρμα, σχεδόν αυτοσχεδιαστική, ξεκάθαρα εμπνέεται από το μη συγκερασμένο (“δρομικό” η “μακαμικό”) μουσικό σύστημα, δεν υποτάσσεται όμως στους κανόνες του, μη διστάζοντας να τους κάμψει ή να τους παραβιάσει. Το αποτέλεσμα είναι αυτή η μίξη στοιχείων γλωσσικών και μελωδικών που ακούγονται οικεία αλλά ταυτόχρονα τόσο ξένα, όπως και ολόκληρο το σύμπαν της ταινίας. Δύση και Ανατολή, παράδοση και μοντερνικότητα συμφύονται ιδανικά, ηχητικά και φιλμικά στη μετά-πραγματικότητα που οραματίστηκε ο Scott και έντυσε μουσικά ο Βαγγέλης Παπαθανασίου.

 

Αυτή ακριβώς η απώλεια της αίσθησης του χρόνου και του χώρου ή ακόμα ακριβέστερα του «πότε» και του «πού», είναι κατά τη γνώμη μου ένα βασικό αισθητικό χαρακτηριστικό του Blade Runner. Με το τραγούδι “One more kiss, dear” που βασίζεται πάνω σε μια τυπική αρμονική φόρμα της εποχής του αμερικάνικου swing ή αλλού με τη χρήση του σαξόφωνου του σπουδαίου Dick Morrissey (1940-2000) σε διαλογικά μέρη με το Yamaha CS 80 (“Love Song”), o Βαγγέλης μας υπενθυμίζει πως βλέπουμε ένα film noir χτίζοντας τη σκοτεινή του ατμόσφαιρα με αργόσυρτες μελωδίες που ακολουθούν την κάμερα είτε σε προσωπικά τρυφερά κοντινά, είτε σε μεγαλειώδη πανοραμικά πλάνα με τα θέματα να αναδύονται μέσα από naps και bass synths κατακόρυφα, όπως τα φουτουριστικά οχήματα που υψώνονται στο πάντα σκοτεινό και βροχερό αστικό

περιβάλλον.

Όλα τα παραπάνω, μουσική, διάλογος, sound design περνούν μέσα από ένα από τα πρώτα ψηφιακά reverb που κυκλοφορεί στην αγορά εκείνη την εποχή. Το Lexicon 224 για πρώτη φορά δίνει στον χρήστη την δυνατότητα decay μέχρι και τα 70 δευτερόλεπτα και η χρήση του συμβάλλει στη δημιουργία μιας αίσθησης χάους και παράνοιας (Stiller) καθ’ όλη τη διάρκεια του φιλμ.

 

Το Blade Runner είναι ένα φιλμ μυστηρίου και η έρευνα γύρω από αυτό μια υπόθεση μυστηρίου επίσης. Γιατί η κυκλοφορία του soundtrack καθυστέρησε 12 χρόνια; Τί έχει απομείνει από τις ηχογραφήσεις (αν έχει απομείνει κάτι) μετά την καταστροφή του μεγαλύτερου μέρους του υλικού το 1988; Θα υπάρξει ποτέ μια ολοκληρωμένη κυκλοφορία του soundtrack που να αντιστοιχεί σε όλα τα θέματα που ακούγονται στο score του φιλμ; Ποια η συμβολή της Raine Hilson (nee Shine) συνεργάτιδας του Βαγγέλη στα Nemo studios του Λονδίνου στο ηχητικό αποτέλεσμα; Βεβαιώνω τον αναγνώστη ότι κάθε προσπάθεια να απαντήσει τα παραπάνω θα γεννήσει ακόμα περισσότερα ερωτήματα. Μέχρι όλα αυτά να απαντηθούν (αν απαντηθούν ποτέ), ίσως θα ήταν καλύτερο να καθίσουμε αναπαυτικά στις πολυθρόνες μας και να απολαύσουμε για μια ακόμη φορά αυτή την καταπληκτική ταινία του Ridley Scott με τη μαγική μουσική του Βαγγέλη Παπαθανασίου.

 

- Γιάννης Τζιάλλας -