Να μην παρεξηγηθώ δεν έχω τίποτα με τα χωριά. Ως λάτρης του χωριού μου, αν κι έχω μεγαλώσει στην πόλη, έχω αποδεχθεί πλήρως αυτή την κάπως αμφιθυμική σχέση που έχουμε με τον τόπο καταγωγής μας και πλέον την απολαμβάνω. Μεταφορικά μιλώντας, το Dogville είναι αυτό το χωριό, ο μικρός χώρος των ανθρώπων που γνωρίζονται καλά, ίσως καλύτερα απ’ όσο θα ήθελαν και μοιράζονται μυστικά, τύψεις κι ενοχές τηρώντας τη δική τους omertà προς τον έξω κόσμο.

 

Στην ταινία που έγραψε και σκηνοθέτησε το 2003 ο Lars von Trier, η πανέμορφη Grace (Nicole Kidman), αναζητά καταφύγιο σε μια μικρή πόλη του Κολοράντο, κυνηγημένη από τη μαφία την εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Ο Tom Edisson (Paul Bettany), ένας νεαρός ιδεολόγος που αποζητά να φέρει το φως (όπως ο συνονόματός του) της ηθικής στη μικρή του κοινωνία, συναντά πρώτος την Grace και καταφέρνει να πείσει τους κατοίκους του Dogville να της παραχωρήσουν άσυλο και προστασία από τους διώκτες της, ενώ σε αντάλλαγμα εκείνη θα προσφέρει την εργασία της σε όποιον την χρειάζεται. Όταν όμως ο σερίφης της γειτονικής πόλης φτάνει μέχρι εκεί για να αναρτήσει αφίσες με τη φωτογραφία της αγνοούμενης Grace (missing grace, άλλο ένα ωραίο λογοπαίγνιο που ταιριάζει στην πόλη και τους κατοίκους της), η τιμή της σιωπής των κατοίκων που μέχρι τότε έκρυβαν τη νεαρή κοπέλα ανεβαίνει και οι απαιτήσεις τους αυξάνονται. Γρήγορα η εργασία της Grace θα μετατραπεί σε σκλαβιά, οι σωτήρες της θα την αλυσοδέσουν και θα μετατραπούν σε δυνάστες της μέχρι η «θεία δίκη» να πέσει με όλη της την ορμή πάνω τους.

 

Η οπτική του δημιουργού μπορεί να αναγνωστεί πολλαπλά: σε «κοντινό» πλάνο ο Δανός σκηνοθέτης μεταφέρει την ιστορία του στην Αμερική του μεσοπολέμου στηλιτεύοντας την αγριότητα και την υποκρισία μια διαβρωμένης από τις κακουχίες και την εγκατάλειψη μικρο-κοινωνίας. Αν πάρουμε λίγη απόσταση βλέπουμε πως η ταινία βγαίνει την εποχή της εισβολής των ΗΠΑ στο Ιράκ και της τρομο-υστερίας. Του βασανισμού αιχμαλώτων σε στρατόπεδα όπως το Γκουαντάναμο που προξένησαν διεθνή κατακραυγή. Κι αν πάμε ακόμα πιο πίσω για να δούμε πίσω από το δέντρο το δάσος, θα αντικρίσουμε την δυτική μας κοινωνία με όλες τις νόρμες και τα στερεότυπά της. Την καθημερινότητά μας που είναι τόσο πολυάσχολη και μέσα στην απίστευτη ταχύτητά της περνάει «στα ψιλά» κάθε κοινωνική παθογένεια χωρίς κανείς να πολύ-ασχολείται, που αδιαφορεί για τους πιο αδύναμους όταν δεν μπορεί πια επαρκώς να τους εκμεταλλευτεί. Τελικά ίσως και να μπορούσαμε να διακρίνουμε μια αλληγορία για τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής που μέσα σε ένα σύμπαν κοινωνικών αλληλοσυσχετισμών μετατρέπουν τους εργαζόμενους από ελεύθερους πωλητές της εργατικής τους δύναμης, σε σκλάβους που για όσο αποδέχονται τους όρους και τους κανόνες της πραγματικότητάς τους, φλερτάρουν με την απώλεια κάθε στοιχείου αξιοπρέπειας, ατομικής ελευθερίας και αυτενέργειας. Όταν τελικά αποφασίζουν να δράσουν με συνείδηση του κοινωνικού και ιστορικού τους ρόλου, διαλύουν ολοκληρωτικά όλες τις κοινωνικές σχέσεις που τους καταπίεζαν και τους φορείς αυτών (ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την κινηματογραφική αίθουσα...).

 

 

O Trier, εμφανώς επηρεασμένος από την «Όπερα της Πεντάρας» των Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ, φιλμάρει μέσα στο στούντιο και αναπαριστά τη θεατρική ατμόσφαιρα χρησιμοποιώντας ως μέσο επίτευξης του σκοπού του τον μινιμαλισμό των σκηνικών του. Η αφήγηση ενσωματώνεται στη σπονδυλωτή φόρμα και η χρήση της μουσικής που είναι μη-διηγηματική στην συντριπτική πλειοψηφία των σκηνών, με απουσία σχεδόν παντελή των σημείων χρονισμού με την εικόνα, αποτελεί όχημα περάσματος από το ένα κεφάλαιο στο άλλο. Έχει όμως κι έναν άλλο ρόλο: παίζοντας στο φόντο, στο πεδίο του ψυχισμού των προσώπων, υπογραμμίζει σαφώς όλα τα άρρητα. Τα μη γλωσσικά και υποκριτικά εκπεφρασμένα νοήματα.

 

Οι συμφωνικές συνθέσεις εποχής Μπαρόκ αποδίδουν ένα μεγαλείο είτε ως φόντο, είτε ως μεταβάσεις και οι επαναλαμβανόμενες χρήσεις θρησκευτικών θεμάτων [Stabat Mater (Pergolesi) και Cum Dederit (Vivaldi)] φέρουν ένα νόημα μαρτυρικό που συνοδεύει τη ζωή της Grace στο Dogville. Αντίθετα, η χρήση του τραγουδιού του David Bowie Young Americans (1974) στους τίτλους τέλους, δημιουργεί εντονότατο κοντράστ υπογραμμίζοντας την τομή ανάμεσα το φανταστικό της φιλμικής διήγησης και την πραγματικότητα, γεγονός στο οποίο συμβάλουν και οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες αρχείου που περνούν από την οθόνη (S. Zizek, 2006).

 

Ειδικά η θρησκευτική μουσική σε μινόρε τονικότητα και σε βαρύ και αργό ρυθμό ¾, με θέμα εξελισσόμενο σε ανιόντα διαστήματα ημιτονίου, υπογραμμίζει τόσο τη σημασία συγκεκριμένων σκηνών όσο και τη νοηματική τους σύνδεση. Οι στίχοι του θρησκευτικού ύμνου Cum Dederit (τέταρτο μέρος της θρησκευτικής καντάτας του A. Vivaldi Nisi Domus), του οποίου μόνο τη μουσική ακούμε στην ταινία, αρχίζουν στα λατινικά με τη φράση “Cum dederit dilectis suis somnum” (Όταν θα έχει δώσει ύπνον αναπαύσεως στους εκλεκτούς του) και αλληγορικά προοικονομεί σε ειρωνικό τόνο τη μοίρα που θα επιφέρει το χέρι της Grace στους κατοίκους του Dogville. Αυτό το θέμα που ακούγεται στην ταινία 8 φορές, εμφανίζεται τόσο στις στιγμές που η Grace επενδύει την εμπιστοσύνη της στους κατοίκους του Dogville, όσο και σε εκείνες που οι “σωτήρες” της την εκμεταλλεύονται ψυχικά και σωματικά. Σηματοδοτεί την αγάπη προς τους κατοίκους του Dogville που για την Grace γίνονται «οι εκλεκτοί» της και ακολούθως, τη σταδιακή μετάλλαξη της αγάπης σε πίκρα και βάσανο. Το θέμα τονίζει πια το μαρτύριο της Grace και μας μεταφέρει με βεβαιότητα προς την εκδίκηση τους τέλους, όπου η δράση κορυφώνεται με τον οριστικό «ύπνο» που θα παραχωρήσει απλόχερα η Grace στους «εκλεκτούς» της με τον αφανισμό της πόλης. Η εξέλιξη του δράματος της Grace και ο συντριπτικός διάλογος με τον πατέρα της στο τέλος σε αυτό το σκηνικό περιβάλλον που έχει στήσει μπροστά μας ο Τρίερ, φέρνει στο μυαλό τον Αριστοτελικό ορισμό περί τραγωδίας: Μίμηση πράξεως σπουδαίας, βαθιά ανθρώπινης που με τον έλεο και τον φόβο οδηγεί στην κάθαρση μέσα απ’τις πράξεις των ίδιων των πρωταγωνιστών της.

 

Σε ολόκληρη την ταινία τα μόνα μουσικά μέρη που είναι διηγηματικά (ακούγονται δηλαδή ως μέρος της δράσης και γίνονται αντιληπτά ως μουσική από τους χαρακτήρες) είναι η μουσική που ακούγεται στο ραδιόφωνο του πατέρα του Tom στην αρχή της ταινίας, μια jazz big-band της εποχής 1920-30 που μας τοποθετεί ακόμη καλύτερα στο χρονικό περιβάλλον της διήγησης και μετέπειτα το πατριωτικό τραγούδι “America the beautiful” (Ward and Bates, 1910) που, τόσο ειρωνικά, οι κάτοικοι του Dogville τραγουδούν μαζί με την Grace στο γιορτινό τραπέζι.

 

Τέλος, το σύνολο του φιλμ, λόγος, εικόνα και μουσική θα έλεγα πως είναι ένα μετά-σχόλιο και ταυτόχρονα μια σπουδή πάνω στη ικανότητα του σινεμά να πείθει τους θεατές με τη μαγεία του. Ένα σχόλιο πάνω στη δύναμη της ψευδαίσθησης: Όλοι βλέπουμε τα θεατρικά σκηνικά, οι τοίχοι έχουν αντικατασταθεί από λευκές γραμμές σχεδιασμένες στο πάτωμα, το φιλμ είναι κομμμένο σε 9 κεφάλαια με αντίστοιχες διακοπές στη ροή, η φωνή του αφηγητή έρχεται συχνά να σχολιάσει ό,τι είδαμε ή ό,τι πρόκειται να δούμε. Καμία προσπάθεια δεν γίνεται από την πλευρά του δημιουργού να κατασκευάσει μια πιστευτή πραγματικότητα, να μας μεταφέρει σε έναν άλλο κόσμο. Το μυστήριο του σινεμά έγκειται στο ότι, αν και όλοι ξέρουμε ότι αυτό που βλέπουμε είναι «σκηνοθετημένο», μια φανταστική κατασκευή, εξακολουθεί και μας μαγεύει. Αυτή είναι η θεμελιώδης μαγεία του σινεμά. Γινόμαστε μάρτυρες δραματικών σκηνών που μας σαγηνεύουν ακόμα κι αν στην άκρη του ματιού μας υπάρχει το συνεργείο με τα φώτα και την κάμερα. Η ψευδαίσθηση κυριαρχεί. Υπάρχει κάτι το συμπυκνωμένα αληθινό μέσα της, ίσως πιο αληθινό κι από την ίδια την πραγματικότητα.

 

Και αυτό το  συνεχές παιχνίδι με το τί είναι αληθινό και τι όχι, συνεχίζει να εντυπωσιάζει όταν αντιλαμβανόμαστε βλέποντας τα bonus scenes του dvd, ότι ακόμα και τα μίνιμαλ θεατρικά σκηνικά που θεωρούμε δεδομένα επί σκηνής, είναι special effects πάνω σε green screens και ότι στ’αλήθεια σχεδόν τίποτα δεν υπάρχει στο πλατώ παρά μόνο οι ηθοποιοί πάνω και μπροστά από μια πράσινη επιφάνεια.

 

Το Dogville του Lars von Trier ως μετά-σχόλιο, είναι σινεμά που κάνει θέατρο που κάνει σινεμά.

 

- Γιάννης Τζιάλλας -